- αεροβίωση
- η (Βιολ.)η διαβίωση σε περιβάλλον που περιέχει ελεύθερο οξυγόνο, σε αντίθεση με την αναεροβίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < aerobiosis, νεολατινικός επιστημονικός όρος, ελληνογενής < ἀήρ, -έρος + βίωσις (-η)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αναεροβίωση — η (Βιολ.) η διαβίωση ορισμένων οργανισμών μικροβίων, εσωτερικών παρασίτων κ, ά. σε συνθήκες έλλειψης ελεύθερου οξυγόνου, αντίθετα προς την αεροβίωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < anaerobiosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < στερ. an (πρβλ. αν ) + νεολατιν.… … Dictionary of Greek
αερόβιος — α, ο (φυσ.), αυτός που μπορεί να ζήσει μονάχα στον αέρα (φυτά, ζώα, βακτήρια κτλ.)· ουσ. αεροβίωση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)